- τάξη
- τάξη ηпорядок совершения богослужений, определяемый ТипикономЭтим.< дргр. τάξις < τάσσω «упорядочивать, приводить в порядок»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάξη — τάξις arranging fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάξῃ — τάξηι , τάξις arranging fem dat sg (epic ionic) τάσσω draw up in order of battle aor subj mid 2nd sg τάσσω draw up in order of battle aor subj act 3rd sg τάσσω draw up in order of battle fut ind mid 2nd sg τά̱ξῃ , τήκω melt fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
κογχόστρακα — Τάξη καρκινοειδών βραγχιοπόδων. Το σώμα των κ. είναι κοντό έως στρογγυλό, με δίθυρο θώρακα· έχουν πλευρικά πεπιεσμένο θυρεό, ο οποίος περικλείει το κεφάλι, το σώμα και τα εξαρτήματα· τα μάτια είναι άμισχα και οι κεραίες ατροφικές. Στην τάξη αυτή… … Dictionary of Greek
πελεκανόμορφα — Τάξη πτηνών, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα δάκτυλά τους είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, τεντωμένη όχι μόνο ανάμεσα στα 3 μπροστινά δάκτυλα, αλλά και ανάμεσα στο δεύτερο δάκτυλο και τον αντίχειρα, που είναι γυρισμένος προς τα πίσω. Η … Dictionary of Greek
δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek